Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Σπίτια γεμάτα ποιήματα

Σπίτι με Kήπον

Ήθελα να ’χω ένα σπίτι εξοχικό
μ’ έναν πολύ μεγάλο κήπο— όχι τόσο
για τα λουλούδια, για τα δένδρα, και τες πρασινάδες
(βέβαια να βρίσκονται κι αυτά· είν’ ευμορφότατα)
αλλά για να ’χω ζώα. A να ’χω ζώα!
Τουλάχιστον επτά γάτες— οι δυο κατάμαυρες,
και δυο σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσι.
Έναν σπουδαίο παπαγάλο, να τον αγρικώ
να λέγει πράγματα μ’ έμφασι και πεποίθησιν.
Aπό σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.
Θα ’θελα και δυο άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια).
Κι εξ άπαντος τρία, τέσσαρα απ’ τ’ αξιόλογα,
τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια,
να κάθονται οκνά, να χαίροντ’ οι κεφάλες των.


(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)

Κώστας Καβάφης

Ο γυρισμός του ξενητεμένου


Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟY


«Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;

χρόνια ξενιτεμένος ήρθες

με εικόνες που έχεις αναθρέψει

κάτω από ξένους ουρανούς

μακριά απ' τον τόπο το δικό σου».

«Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·

τα δέντρα μου έρχουνται ως τη μέση

κι' οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια

κι' όμως σαν είμουνα παιδί

έπαιζα πάνω στο χορτάρι

κατω από τους μεγάλους ίσκιους

κι' έτρεχα πάνω σε πλαγιές

ώρα πολλή λαχανιασμένος».

«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου

σιγά - σιγά θα συνηθίσεις·

θ' ανηφορίσουμε μαζί

στα γνώριμά σου μονοπάτια

θα ξαποστάσουμε μαζί

κάτω απ' το θόλο των πλατάνων

σιγά - σιγά θα 'ρθούν κοντά σου

το περιβόλι κι' οι πλαγιές σου».

«Γυρεύω το παλιό μου σπίτι

με τ' αψηλά τα παραθύρια

σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό

γυρεύω την αρχαία κολόνα

που κοίταζε ο θαλασσινός.

Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;

οι στέγες μου έρχονται ως τους ώμους

κι' όσο μακριά και να κοιτάξω

βλέπω γονατιστούς ανθρώπους

λες κάνουνε την προσευχή τους».

«Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;

σιγά -σιγά θα συνηθίσεις

το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις

κι' αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν

σε λίγο οι φίλοι κι' οι δικοί σου

γλυκά να σε καλωσορίσουν».

«Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;

σήκωσε λίγο το κεφάλι

να καταλάβω τι μου λες

όσο μιλάς τ' ανάστημά σου

ολοένα πάει και λιγοστεύει

λες και βυθίζεται στο χώμα».

«Παλιέ μου φίλε συλλογίσου

σιγά σιγά θα συνηθίσεις

η νοσταλγία σου έχει πλάσει

μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους

έξω απ' τη γης κι' απ' τους ανθρώπους».

«Πια δεν ακούω τσιμουδιά

βούλιαξε κι' ο στερνός μου φίλος

παράξενο πώς χαμηλώνουν

όλα τριγύρω κάθε τόσο

εδώ διαβαίνουν και θερίζουν

χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα».


Σεφέρης Γιώργος

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

πολυ ωραιο ποιμα!!!.μακαρι να σου μιασω κυριε ΣΕΦΕΡΗ.

Ανώνυμος είπε...

ΔΕΝ ΔΙΑΒΑΖΩ ΣΕΦΕΡΗ ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ ΕΔΩ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ.ΤΕΛΕΙΟ!!!