Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009

Ο παγοπώλης στις γειτονιές του Χαϊδαρίου


O παγοπώλης ήταν από τους πιο αγαπημένους και ευπρόσδεκτους τακτικούς επισκέπτες των νοικοκυριών μέχρι το 1931, οπότε ο Αμερικανός χημικός Tόμας Mίτζλι παρασκεύασε ένα χημικό μόριο της κατηγορίας των χλωροφθορανθράκων, που γρήγορα οδήγησε στην ανακάλυψη του φρέον, μίας ουσίας άοσμης, σταθερής και μη τοξικής. Tα ψυγεία όπως τα ξέρουμε σήμερα είχαν γεννηθεί. Mέχρι τότε οι άνθρωποι προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα τρόφιμά τους σε πάγο ή σε ογκώδη ψυγεία που χρησιμοποιούσαν αμμωνία, ουσία διαβρωτική και δηλητηριώδης. Aργότερα ανακαλύφθηκε ότι οι χλωροφθοράνθρακες βλάπτουν το στρώμα του όζοντος και σήμερα γίνονται προσπάθειες να αντικατασταθούν.

Ο παγοπώλης όπως τον είδε η εικονογράφος Βιολέτα Διαμαντή-Μελετίου
(Επαγγέλματα παλιά που δεν υπάρχουν πια...

Αθήνα, Κέδρος, 2004 )

Το ψυγείο
Ο κυρ Μανώλης ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος. Πουλούσε τον πάγο του σε πολλές γειτονιές του Χαϊδαρίου. Παρ΄ότι ήταν κουραστική η δουλειά του, σήκωνε συνέχεια παγωμένα βάρη, αυτός ήταν ευχαριστημένος από αυτή. Έβγαζε καλά λεφτά για να ζει την πενταμελή του οικογένεια κι επιπλέον η καθημερινή κουβεντούλα με τις νοικοκυρές στην πόρτα του σπιτιού του τον έκανε να νιώθει κι αυτός μέλος της κάθε οικογένειας που του άνοιγε την πόρτα της, για να βάλει στο σπίτι της την κολόνα πάγου που αυτός πουλούσε. Ήξερε τα προβλήματα των πλούσιων νοικοκυρών από την παραδουλεύτρα τους, αλλά και των φτωχών από την ίδια την κυρά τους. Όλα αυτά με το "καλημέρα" και με το "Πόσο θέλεις μία ή μισή κολόνα;"
Την πρώτη φορά που άκουσε για το μηχάνημα γέλασε αμήχανα. "Είναι δυνατόν να υπάρχει μηχάνημα μέσα σε ένα σπιτικό που α φτιάχνει πάγο σε μικρά κομματάκια και να είναι παγωμένο το ίδιο, χωρίς να χρειάζεται τον πάγο του;" Κι όμως του το έδειξε η Μαριγώ, η παραδουλεύτρα της κυρίας Ζωής. Την πρώτη κιόλας μέρα που του είπε πως δεν θα χρειαστούν πια ξανά τον πάγο του. Τη ρώτησε τότε τι παράπονο είχαν από τον ίδιο και από ποιον παγοπώλη θα ψώνιζαν πια. Εκείνη χαμογέλασε και του είπε πως δεν θα χρειαστούν άλλο παγοπώλη, γιατί τώρα έχουν "ηλεκτρικό ψυγείο". Κι επειδή είχε μείνει άναυδος και ούτε καταλάβαινε τι του έλεγε η Μαριγώ, τον έβαλε συνωμοτικά από την πίσω πόρτα του δίπατου σπιτιού στην κουζίνα. Είδε κατάπληκτος ένα μακρόστενο άσπρο κουτί που ανοίγοντας την πόρτα του έβγαινε από μέσα του παγωμένος αέρας. Το περιεργάστηκε μπρος πίσω και είδε ένα χοντρό καλώδιο να φεύγει από αυτό και να πηγαίνει σε μια πρίζα.
Έφυγε ανήσυχος, προβληματισμένος. Τις επόμενες μέρες έτρεξε, έμαθε, είδε. Ρώτησε τους γνωστούς του, πήγε σ΄ ένα μεγάλο κατάστημα στο κέντρο της Αθήνας, που πουλούσε ψυγεία. 'Εμαθε ότι δουλεύει με ηλεκτρικό ρεύμα. Έμαθε και πόσο κοστίζει.
"Δε βαριέσαι;" σκέφτηκε. "Ποιος θα αγοράσει αυτό το μαραφέτι που μπορεί εύκολα να χαλάσει δίνοντας τόσα λεφτά;" Κάθε μέρα, περνώντας από το σπίτι της κυρίας Ζωής, προσπαθούσε να συναντήσει τη Μαριγώ, με την κρυφή ελπίδα πως θα του έλεγε για το ψυγείο, πως έχει προβλήματα και πως σύντομα θα γυρίσουν στον πάγο τους.
Ο καιρός περνούσε όμως και όχι μόνο η Μαριγώ δεν του'πε κάτι τέτοιο, αλλά τον απέφευγε κιόλας, ενώ σε λίγο καιρό σταμάτησε να πηγαίνει πάγο και σε άλλα πλουσιόσπιτα.
Θύμωσε! Καταλάβαινε ότι θα έχανε σιγά σιγά όλα τα δίπατα πλουσιόσπιτα. Του'ρθε πολλές φορές να κάνει κομμάτια τη βιτρίνα εκείνου του μαγαζιού. Τελικά με την πάροδο του χρόνου έχασε όλες τις πλούσιες γειτονιές. Του έμειναν μόνο οι φτωχογειτονιές, αλλά και σ΄αυτές άρχισε σιγά σιγά να ξεφυτρώνει ένα μικρούτσικο ψυγείο εδώ κι εκεί. Τα χρόνια περνούσαν και τα λεφτά που κέρδιζε από τη δουλειά του, για να ζήσει την οικογένειά του ήταν όλο και πιο λίγα, ενώ ο θυμός και η πίκρα του μεγάλωναν όλο κια περισσότερο...
Τελικά λίγα χρόνια μετά ο κυρ Μανώλης ο γελαστός, που όλη μέρα γελούσε με τις κυράδες στις πόρτες τους, που του άρεσε να νιώθει στο πρόσωπό του τη βροχή και τον άνεμο, ο κυρ Μανώλης που χάζευε τις εποχές να αλλάζουν στα μπαλκόνια και στους κήπους των σπιτιών, βρέθηκε με σκυμμένο το κεφάλι να δουλεύει μέσα στους γκρίζους τοίχους ενός εργοστασίου που έφτιαχνε...ψυγεία!

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Ο νερουλάς του Χαϊδαρίου

Στο Χαϊδάρι, όπως και στην παλιά Αθήνα, που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότησή τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμοιβότανε περίπου μια δεκάρα τον τενεκέ. Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930, οπότε ιδρύθηκε η ΟΥΛΕΝ, η πρώτη εταιρεία ύδρευσης.


Βρισκόμαστε στο Χαϊδάρι του 1925. Όλα ήσυχα, να κι ο...
-Κυρ-Αποστόλη;
-Παρακαλώ.
-Δωσ'μου έναν τενεκέ νερό.
-Έφτασε!!!!
-Σε ευχαριστώ πολύ. Χίλια να είναι τα χρόνια σου.
-Σας ευχαριστώ.
-Τι σου χρωστάω, κυρ-Αποστόλη;
-Ό,τι έχετε ευχαρίστηση κυρά Μαριώ
-Πάρε μια δεκάρα κι άντε στην ευχή της Παναγίας
-Σας ευχαριστώ. Καλή σας μέρα.
-Επίσης, κυρ-Αποστόλη. Χαιρετισμούς στα παιδιά σου
-Ευχαριστώ.

Μάλλον καταλάβατε από αυτόν το διάλογο γιατί μιλάμε. Ο κυρ-Αποστόλης είναι νερουλάς σε μια προσφυγογειτονιά στο Χαϊδάρι. Ευγενικός, όμορφος, νέος και...
-Α! τι αψηλός που είσαι κυρ-Αποστόλη!
-Ελάτε τώρα, κυρά Τασία μου...
-Πτου σου, να μη σε ματιάσω.
-Τα παραλέτε...
-Καθόλου παλικάρι μου...

'Ολοι τον κανακεύουν σ΄ αυτή τη γειτονιά. Όλοι πιστεύουν πως...
-Τι θα κάναμε χωρίς εσένα παλικάρι μου;
-Τι να πω, κυρ-Πασχάλη μου...εσείς ξέρετε καλύτερα από εμένα...
-Μας είσαι απαραίτητος...Χωρίς εσένα δεν μπορούμε να ζήσουμε...

Αυτό όμως δεν θα το πιστεύουν για πολύ ακόμα...Ακούστε που σας λέω...κάτι ξέρω κι εγώ...

-Ε! κυρ-Αποστόλη, φέρε και κανέναν τενεκέ κι από δω...
-Έφτασε!!!

Νικόλας Οικ.

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

ήρθε στο χωριό ο αρκουδιάρης...

Είδατε λοιπόν, από την έρευνα που έκανα στο διαδίκτυο, τι τράβαγε η φτωχή Μαριγώ (η αρκούδα) από τον αρκουδιάρη. Όμως θα σας πω και μια ωραία ιστορία που μου την έλεγε ο παππούς μου δείχνοντας μου, αυτή τη φωτογραφία που βλέπετε. Πολλά χρόνια πριν στους χωματόδρομους του Χαϊδαρίου, τριγυρνούσε ο αρκουδιάρης με την κυρία Μαριγώ την αρκούδα τρέχαν τα γυναικόπαιδα, μικροί, μεγάλοι, νέοι, γέροι να δουν το θέαμα. Η Μαριγώ είχε φτάσει στα όρια της υπομονής της, την εκδίκησή της την είχε καταστρώσει με προσοχή, μόνο που έπρεπε να τη βοηθήσει κάποιος και δυστυχώς έπρεπε να ήταν άνθρωπος, αλλά αυτοί μόνο να γελούν ήξεραν, ή να την θαυμάζουν με ανοιχτό το στόμα… Έψαχνε να βρει τον άνθρωπο που θα την καταλάβαινε. Και μια μέρα τον βρήκε.Έναν όμορφο άντρα μελαχρινό, ψηλό με μαύρο μουστάκι, την πλησίασε για να βγάλει φωτογραφία μαζί της. Τον κοίταξε στα μάτια δεν τη φοβότανε, μα ναι κατάλαβε ότι μπορούσε και να του μιλήσει. Έσκυψε στο αυτί του και του΄πε μπορείς να με ελευθερώσεις και δεν θα πάθει κανείς κακό θα φύγω μακριά στο δάσος, μόνο τον αρκουδιάρη θα πάρω μαζί μου. Εκείνος την κοίταξε καλά-καλά.Τι τον θέλεις τον αρκουδιάρη? Τη ρώτησε. Δε θα του κάνω κακό, ένα μάθημα μόνο θα του δώσω, για να με θυμάται.Ωραία της είπε, πάρε και τα κλειδιά του τρίκυκλου του μανάβη για να μπορέσεις να φύγεις γρήγορα για να μη σε πιάσουν. Σε ευχαριστώ του είπε και ο νεαρός άντρας είδε ένα δάκρυ να κυλά από τα μάτια της Μαριγώς αμέσως την ελευθέρωσε. Όλοι τα΄ χασαν άρχισαν να τρέχουν τρομαγμένοι. Όσοι γύρισαν μετά από μερικά μέτρα τρεξίματος το κεφάλι τους για να δουν τι έγινε, είδαν μόνο τη σκόνη που είχε αφήσει το τρίκυκλο του μανάβη. Στο δάσος η καλή μα ς η αρκούδα η Μαριγώ, αφού επισκέφθηκε τις φίλες της και έμαθε όλα τα νέα του αρκουδοχωριού και αφού η φωλιά της είχε ρημάξει μετά από τα χρόνια της απουσίας της αποφάσισε να ξεκινήσει τη δουλειά. Με αυτή τη δουλειά έβγαλε πολλά κούπια μέλι, έφτιαξε μια φωλιά σωστό παλάτι! Ναι, με σαλόνι, κρεβατοκάμαρα μια τέλεια κουζίνα, γιατί η Μαριγώ μας της άρεσε να μαγειρεύει και ένα μπάνιο με ντουζιέρα! Τι δουλειά έκανε? Μα γύριζε τον αρκουδιάρη στο χωριό του’ παιζε ντέφι και αυτός χόρευε. Και όχι πως του είχε δείξει η Μαριγώ, πώς να χορεύει, αλλά ο ίδιος από το φόβο του χόρευε καλύτερα και από τον πρώτο χορευτή των φημισμένων μπαλέτων Μπολσόι. Το θέαμα ήταν εκπληκτικό οι αρκούδες κυλιόντουσαν κάτω από τα γέλια. Η Μαριγώ όμως δεν ήταν αχάριστη, ότι ήθελε πια το είχε και ο αρκουδιάρης το΄χε πάρει το μάθημά του. Ένα πρωί του έδωσε τα κλειδιά του τρίκυκλου του μανάβη και ένα τάπερ με φαγητό μήπως και πεινάσει στο δρόμο, και τον χαιρέτησε και σίγουρα δεν κύλησε κανένα δάκρυ από τα όμορφα μαύρα μελαγχολικά της μάτια αλλά ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.

Μελίνα Σ.

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Επαγγέλματα παλιά που δεν υπάρχουν πια: ο τσαγκάρης

Το επάγγελμα του τσαγκάρη είναι να φτιάχνει παπούτσια, αλλά σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα παπούτσια. Το τσαγκαράδικο ήταν ο χώρος όπου ήταν ο πάγκος, οι βελόνες, οι σακοράφες, τα σουβλιά τα σφυράκια και οι λίμες,οι τανάλιες και τα καλαπόδια. Τότε δεν υπήρχαν κόλλες και μηχανές. Ο τσαγκάρης δούλευε ώρες ατέλειωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του. Ένα ζευγάρι παπούτσια τότε κόστιζε σχεδόν μια χρυσή λίρα και για α φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 μέρες δουλειά.Τα παπούτσια ήταν εξ΄ολοκλήρου χειροποίητα, ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να τα κατασκευάσει αγόραζε το δέρμα. Το ψιλό δέρμα το χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και το χοντρό για τις σόλες.


Το κείμενο αυτό βασίστηκε στις πληροφορίες που πήρα από τον παππού μου, που ήταν ο ίδιος τσαγκάρης. Αυτά ήταν μερικά από τα εργαλεία της δουλειάς του

Βασίλης Π.




Στη γειτονιά μου, στο Χαϊδάρι, εδώ και χρόνια ο κυρ Χρήστος, ένας πολύ καλός και γελαστός άνθρωπος, διατηρούσε ένα τσαγκαράδικο. Όλη η γειτονιά τον υποστήριζε και όταν οι άνθρωποι ήθελαν να φτιάξουν τα παπούτσια τους, πήγαιναν σ΄ αυτόν. Εκείνος με τα λιγοστά εργαλεία του διόρθωνε τα παπούτσια όσο καλύτερα μπορούσε, διαλαλώντας σε όλους πόσο πολύ καλή δουλειά κανει και πόσο την αγαπάει. 'Ενα πρωί όμως το χαμόγελο σβήστηκε από το πρόσωπό του. Απέναντι από το μαγαζί του άρχισε να στήνεται ένα ολοκαίνουριο κατάστημα που η πινακίδα του έγραφε "Τακούνι express" . Τι είναι πάλι τούτο, αναρωτήθηκε, κάποιος ανταγωνιστής; Αμέσως θάρρεψε και είπε: Όποιος και να είναι δεν τον φοβάμαι σαν τη δική μου δουλεά κανείς δεν μπορεί να κάνει. Δεν είχε όμως προβλέψει, ο δύστυχος, ότι θα είχε να ανταγωνιστεί, ένα σωρρό μηχανήματα, νέας τεχνολογίας. Όσο γρήγορα κι αν ήταν τα χεράκια του σίγουρα δεν θα μπορούσε να φτιάξουν ένα τακούνι σε πέντε λεπτά. Επειδή όμως ζούμε σε μία εποχή που ο χρόνος είναι χρήμα, ο κυρ Χρήστος έπεσε θύμα αυτής της κατάστασης, γιατί όλοι οι άνθρωποι που θέλουν πια οι δουλειές τους να γίνονται γρήγορα, προτίμησαν το νέο κατάστημα. Έτσι μετά από λίγο καιρό, αναγκάστηκε να κλείσει το μαγαζί του μιας και δεν είχε χρήματα να αγοράσει καινούρια και πιο σύγχρονα μηχανήματα. Είναι μία ακόμη περίπτωση, που όταν ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την τεχνολογία νιώθει ηττημένος

Ναταλία Κ.

Διαφάνεια 14

Η λέξη «τσαγκάρης» έχει βυζαντινή προέλευση από ένα είδος υποδήματος που λεγόταν «τσαγκίον»

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Όταν πεθαίνει ένα παιδί

Φωτογραφία τραβηγμένη από τον Kevin Carter κατά τη
διάρκεια του λιμού στο Σουδάν το 1994. Κανείς δεν ξέρει
τι απέγινε το παιδί που προσπαθούσε να φτάσει στον καταυλισμό
όπου μοιραζόταν φαγητό κάτω από το βλέμμα του γύπα που
περίμενε να πεθάνει το παιδί για να το φάει. Ούτε ο
φωτογράφος ο οποίος αυτοκτόνησε από κατάθλιψη
τρεις μήνες αργότερα.


αβιταμίνωση
είναι όρος των στατιστικών δελτίων
η πείνα εξωραϊσμένη
αποπροσωποποιημένη
όπως θα τόνιζε και κάποιος διανοητής
λέξη χωρίς εικόνα

ένα παιδί είναι μονάκριβο
ένα παιδί πεθαίνει κάθε δευτερόλεπτο
με την κοιλιά πρησμένη
μάτια που δεν χωράνε πια στις κόγχες τους
σε χώρες που ονομάζονται εξωτικές
πεθαίνει στο κατώφλι του σπιτιού μου

όταν πεθαίνει ένα παιδί
πέφτει βαθύτατο σκοτάδι το ξημέρωμα
βρέχει μεγάλα δάκρυα λαμπερά
πέτρινα γίνονται τα φύλλα και τα δέντρα

όταν πεθαίνει ένα παιδί
ταράζεται ο ύπνος των αρχαίων νεκρών
κι από τη γη αναδύονται τα πρόσωπά τους
ενώ σαν χάλκινο πουλί
ο άνεμος τοξεύεται στο χώμα

όταν πεθαίνει ένα παιδί
οι λέξεις κι οι φωνές συντρίβονται
τριγύρω ο κόσμος καταρρέει

Τόλης Νικηφόρου
*******

Όταν πεθαίνει ένα παιδί
ταράζεται όλη η γη
τρίζουν τα δέντρα όλα μαζί
και ο ουρανός στάζει βροχή
σαν αίμα

Όταν πεθαίνει ένα παιδί
ο ήλιος πέφτει σαν πουλί
και ο γύπας που καραδοκεί
έχει το θάνατο στο βλέμμα

Όταν πεθαίνει ένα παιδί
πέφτει σιωπή στην πόλη
και στων ανθρώπων τη ματιά
φαίνεται η θλίψη όλη

Όταν πεθαίνει ένα παιδί
η λάμψη του σκουριάζει
με τα μάτια του κλειστά
η γη αναστενάζει

Όταν πεθαίνει ένα παιδί
ο ουρανός όλος σκοτεινιάζει
μα λιγοστοί στ΄ αλήθεια νοιάζονται
για το παιδί που έχει πεθάνει

Όταν πεθαίνει ένα παιδί
μαραζώνει όλη η γη
δάκρυα πέφτουνε βροχές
και πλημμυρίζουν οι ψυχές

Όταν πεθαίνει ένα παιδί
όλο το σύμπαν το θρηνεί
ένα παιδί πολύ μικρό
πάει στον κόσμο των νεκρών

Όταν πεθαίνει ένα παιδί
μαύρα φοράει ο ουρανός
η γη μοιάζει σκοτεινή
και η ψυχή μας δίχως φως

Όταν πεθαίνει ένα παιδί
δεν έχει ελπίδα η ζωή
κι όταν πεθαίνει κι άλλο ένα
δε μένει όνειρο κανένα

Ομαδικό ποίημα από την έκτη αταξία

Ερωτήσεις για τον ποιητή
  1. Κύριε Τόλη μας δώσατε έμπνευση να γράψουμε κι εμείς ένα ποίημα. Πώς σας φαίνεται; (Παναγιώτης)
  2. Κύριε Τόλη είχατε πει πως είστε ακόμα παιδί. Μήπως θέλατε να νιώσετε σαν αυτά τα παιδιά γράφοντας αυτό το ποίημα; (Νικόλας Οικ.)
  3. Από πού εμπνευστήκατε για να γράψετε αυτό το υπέροχο ποίημα; (Μυρτώ, Μελίνα, Ναταλία, Γεωργία)
  4. Τι σκεφτόσασταν όταν το γράφατε; (Αθηνά)
  5. Γιατί αρχίσατε με το «Όταν πεθαίνει ένα παιδί»; (Κατερίνα)
  6. Από ποια ηλικία ξεκινήσατε να γράφετε ποιήματα; Το συγκεκριμένο ποίημα μήπως το εμπνευστήκατε από τη φωτογραφία; (Πασχάλης)
  7. Γιατί δεν κάνετε ομοιοκαταληξία; (Στέλλα)
  8. Πώς νιώσατε όταν γράψατε αυτό το ποίημα; Έχετε γράψει και άλλα σχετικά ποιήματα; (Οδυσσέας)
  9. Αυτό το ποίημα το γράψατε την ημέρα του Παιδιού; (Νίκος Π.)
  10. Πώς σκεφτήκατε να γίνετε ποιητής; Έχετε ταξιδέψει μήπως στην Αφρική και γράψατε αυτό το ποίημα; (Μαρία)

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Τα όνειρα του Αλέξη


Σήμερα 11 Δεκεμβρίου, ημέρα δικαιωμάτων του παιδιού...δεν κάναμε μάθημα...(είναι η τρίτη μέρα στη σειρά που δεν κάναμε μάθημα...γιατί η κυρία μας απεργούσε).
Μόνο μιλήσαμε...μιλήσαμε πολύ...Η κυρία μας είπε να γράψουμε σ΄ ένα λευκό χαρτί τις λέξεις που μας έρχονται στο μυαλό όταν σκεφτόμαστε τα γεγονότα που έγιναν αυτές τις μέρες στην Αθήνα. Ο Πασχάλης είχε μια υπέροχη ιδέα. Να ζωγραφίσουμε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο και να τις κρεμάσουμε στα κλαδιά του. Ζωγραφίσαμε, κι εκτός από τις δικές μας ζωγραφιές φτιάξαμε όλοι μαζί ένα μεγάλο δέντρο που το βάψαμε κόκκινο και μαύρο και στα κλαδιά του κρεμάσαμε "τα δώρα" που πήρε φέτος ο Αλέξης (έτσι ονομάσαμε όλες αυτές τις λέξεις). Μιλήσαμε για όλα. Ανοιχτά...Είπαμε τη γνώμη μας, είπε και η κυρία τη δική της και ξέρετε πού καταλήξαμε; Ότι για ότι γίνεται σ΄ αυτόν τον κόσμο οι μόνοι αθώοι είναι τα παιδιά... Και πως πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε, να μην μας χειραγωγούν εύκολα όσοι έχουν συμφέρον. Και πώς το μεγαλύτερο και αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε παιδιού... είναι να ονειρεύεται... Μη μας το στερείτε...