Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009

Ο παγοπώλης στις γειτονιές του Χαϊδαρίου


O παγοπώλης ήταν από τους πιο αγαπημένους και ευπρόσδεκτους τακτικούς επισκέπτες των νοικοκυριών μέχρι το 1931, οπότε ο Αμερικανός χημικός Tόμας Mίτζλι παρασκεύασε ένα χημικό μόριο της κατηγορίας των χλωροφθορανθράκων, που γρήγορα οδήγησε στην ανακάλυψη του φρέον, μίας ουσίας άοσμης, σταθερής και μη τοξικής. Tα ψυγεία όπως τα ξέρουμε σήμερα είχαν γεννηθεί. Mέχρι τότε οι άνθρωποι προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα τρόφιμά τους σε πάγο ή σε ογκώδη ψυγεία που χρησιμοποιούσαν αμμωνία, ουσία διαβρωτική και δηλητηριώδης. Aργότερα ανακαλύφθηκε ότι οι χλωροφθοράνθρακες βλάπτουν το στρώμα του όζοντος και σήμερα γίνονται προσπάθειες να αντικατασταθούν.

Ο παγοπώλης όπως τον είδε η εικονογράφος Βιολέτα Διαμαντή-Μελετίου
(Επαγγέλματα παλιά που δεν υπάρχουν πια...

Αθήνα, Κέδρος, 2004 )

Το ψυγείο
Ο κυρ Μανώλης ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος. Πουλούσε τον πάγο του σε πολλές γειτονιές του Χαϊδαρίου. Παρ΄ότι ήταν κουραστική η δουλειά του, σήκωνε συνέχεια παγωμένα βάρη, αυτός ήταν ευχαριστημένος από αυτή. Έβγαζε καλά λεφτά για να ζει την πενταμελή του οικογένεια κι επιπλέον η καθημερινή κουβεντούλα με τις νοικοκυρές στην πόρτα του σπιτιού του τον έκανε να νιώθει κι αυτός μέλος της κάθε οικογένειας που του άνοιγε την πόρτα της, για να βάλει στο σπίτι της την κολόνα πάγου που αυτός πουλούσε. Ήξερε τα προβλήματα των πλούσιων νοικοκυρών από την παραδουλεύτρα τους, αλλά και των φτωχών από την ίδια την κυρά τους. Όλα αυτά με το "καλημέρα" και με το "Πόσο θέλεις μία ή μισή κολόνα;"
Την πρώτη φορά που άκουσε για το μηχάνημα γέλασε αμήχανα. "Είναι δυνατόν να υπάρχει μηχάνημα μέσα σε ένα σπιτικό που α φτιάχνει πάγο σε μικρά κομματάκια και να είναι παγωμένο το ίδιο, χωρίς να χρειάζεται τον πάγο του;" Κι όμως του το έδειξε η Μαριγώ, η παραδουλεύτρα της κυρίας Ζωής. Την πρώτη κιόλας μέρα που του είπε πως δεν θα χρειαστούν πια ξανά τον πάγο του. Τη ρώτησε τότε τι παράπονο είχαν από τον ίδιο και από ποιον παγοπώλη θα ψώνιζαν πια. Εκείνη χαμογέλασε και του είπε πως δεν θα χρειαστούν άλλο παγοπώλη, γιατί τώρα έχουν "ηλεκτρικό ψυγείο". Κι επειδή είχε μείνει άναυδος και ούτε καταλάβαινε τι του έλεγε η Μαριγώ, τον έβαλε συνωμοτικά από την πίσω πόρτα του δίπατου σπιτιού στην κουζίνα. Είδε κατάπληκτος ένα μακρόστενο άσπρο κουτί που ανοίγοντας την πόρτα του έβγαινε από μέσα του παγωμένος αέρας. Το περιεργάστηκε μπρος πίσω και είδε ένα χοντρό καλώδιο να φεύγει από αυτό και να πηγαίνει σε μια πρίζα.
Έφυγε ανήσυχος, προβληματισμένος. Τις επόμενες μέρες έτρεξε, έμαθε, είδε. Ρώτησε τους γνωστούς του, πήγε σ΄ ένα μεγάλο κατάστημα στο κέντρο της Αθήνας, που πουλούσε ψυγεία. 'Εμαθε ότι δουλεύει με ηλεκτρικό ρεύμα. Έμαθε και πόσο κοστίζει.
"Δε βαριέσαι;" σκέφτηκε. "Ποιος θα αγοράσει αυτό το μαραφέτι που μπορεί εύκολα να χαλάσει δίνοντας τόσα λεφτά;" Κάθε μέρα, περνώντας από το σπίτι της κυρίας Ζωής, προσπαθούσε να συναντήσει τη Μαριγώ, με την κρυφή ελπίδα πως θα του έλεγε για το ψυγείο, πως έχει προβλήματα και πως σύντομα θα γυρίσουν στον πάγο τους.
Ο καιρός περνούσε όμως και όχι μόνο η Μαριγώ δεν του'πε κάτι τέτοιο, αλλά τον απέφευγε κιόλας, ενώ σε λίγο καιρό σταμάτησε να πηγαίνει πάγο και σε άλλα πλουσιόσπιτα.
Θύμωσε! Καταλάβαινε ότι θα έχανε σιγά σιγά όλα τα δίπατα πλουσιόσπιτα. Του'ρθε πολλές φορές να κάνει κομμάτια τη βιτρίνα εκείνου του μαγαζιού. Τελικά με την πάροδο του χρόνου έχασε όλες τις πλούσιες γειτονιές. Του έμειναν μόνο οι φτωχογειτονιές, αλλά και σ΄αυτές άρχισε σιγά σιγά να ξεφυτρώνει ένα μικρούτσικο ψυγείο εδώ κι εκεί. Τα χρόνια περνούσαν και τα λεφτά που κέρδιζε από τη δουλειά του, για να ζήσει την οικογένειά του ήταν όλο και πιο λίγα, ενώ ο θυμός και η πίκρα του μεγάλωναν όλο κια περισσότερο...
Τελικά λίγα χρόνια μετά ο κυρ Μανώλης ο γελαστός, που όλη μέρα γελούσε με τις κυράδες στις πόρτες τους, που του άρεσε να νιώθει στο πρόσωπό του τη βροχή και τον άνεμο, ο κυρ Μανώλης που χάζευε τις εποχές να αλλάζουν στα μπαλκόνια και στους κήπους των σπιτιών, βρέθηκε με σκυμμένο το κεφάλι να δουλεύει μέσα στους γκρίζους τοίχους ενός εργοστασίου που έφτιαχνε...ψυγεία!